επισφράγισμα

επισφράγισμα
το, -ατος
η επισφράγιση (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επισφράγισμα — το (AM ἐπισφράγισμα) [επισφραγίζω] 1. επισφράγιση*, επιβεβαίωση, επικύρωση 2. τελειοποίηση, αποπεράτωση, ολοκλήρωση μσν. εγγύηση αρχ. συμπλήρωμα, πίνακας που επιτάσσεται …   Dictionary of Greek

  • επιστέγασμα — το, ατος 1. αυτό με το οποίο στεγάζεται κάτι, η στέγη, η σκεπή. 2. μτφ., το τελικό συμπλήρωμα έργου, το επισφράγισμα, η κορωνίδα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”